- αστρονόμος
- ο, η (AM ἀστρονόμος)αυτός που ασχολείται με την αστρονομίααρχ.1. ο αστρολόγος*2. ο κατεξοχήν αστρονόμος, ο Πτολεμαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -νομος < νέμω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστρονόμος, ο — αστρονόμος, ο, η αυτός που ασχολείται με τη μελέτη των άστρων: Οι αστρολόγοι είναι οι πρόδρομοι των αστρονόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρονόμος — astronomer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υψικλής — Αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου αι. μ.Χ., από την Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο Περί πολυέδρων, που πολλοί το εντάσσουν στα Στοιχεία του Ευκλείδη … Dictionary of Greek
ἀστρονόμοι — ἀστρονόμος astronomer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμοις — ἀστρονόμος astronomer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμον — ἀστρονόμος astronomer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμου — ἀστρονόμος astronomer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμους — ἀστρονόμος astronomer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμων — ἀστρονόμος astronomer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμῳ — ἀστρονόμος astronomer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)